- παραφροσύνην
- παραφροσύνηwandering of mindfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вредооумиѥ — ВРЕДООУМИ|Ѥ (3*), ˫А с. Безумие, сумасшествие: ѥще же ѥтери въ толикъ недоугъ и вредооумьѥ въвлекоша(с) (παραφροσύνην) ГА XIII XIV, 41в; внезапоу въ хоужьшюю волю преложiсѩ ˫ако и вредооумиѥмь ѥмоу пастисѩ и бѣсомъ гонимъ къ неподобнымъ дѣломъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… … Dictionary of Greek